-
1 εφηγεομαι
1) вести(τινα ἐπὴ στίχας Hom. - in tmesi)
2) юр. указывать местонахождение подлежащего аресту преступника(τοῖς ἄρχουσιν Dem.)
См. также в других словарях:
εφηγούμαι — ἐφηγοῡμαι, έομαι (Α) 1. (με δοτ. προσ.) οδηγώ σε κάποιο τόπο 2. (ειδ. ως αττ. δικανικός όρος) οδηγώ τον δικαστικό άρχοντα στο μέρος όπου κρύβεται κακούργος τον οποίο εγώ δεν τολμώ να συλλάβω («τοῑς ἄρχουσιν ἐφηγοῡ», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί +… … Dictionary of Greek
συντείνω — ΝΑ, και αττ. τ. ξυντείνω Α [τείνω] συμβάλλω, συντελώ σε κάτι (α. «οι προσπάθειες όλων πρέπει να συντείνουν στην ανόρθωση τής χώρας» β. «τὰ συντείνοντα πρὸς τὸ ζῆν καλῶς», Αθηνί.) αρχ. 1. τείνω, τεντώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. εντείνω όλες τις… … Dictionary of Greek
болѧринъ — БОЛѦРИН|Ъ (157), А с. То же, что бо˫аринъ: болѩриноу ||=съмѣрѩи главоу свою. (μεγιστᾶνι) Изб 1076, 80 об. 81; бѣ прьвыи оу кн˫азѩ въ бол˫арѣхъ имьньмь. iѡа(н). ЖФП XII, 33в; не рьци ми ˫ако бол˫аринъ ѥсмь ли посадьникъ. азъ волости не вѣдѣли.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)